- ολίγωρος
- -η, -ο (ΑΜ ὀλίγωρος, -ον)αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.)μσν.-αρχ.(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί, περιφρονητικός.επίρρ...ολιγώρως (Α ὀλιγώρως)αμελώς, απρόσεκτα («τάς τε πόλεις ὀλιγώρως διακειμένας πρὸς τὰς εἰς τοῡτο τὸ μέρος εἰσφοράς», Πολ.)αρχ.φρ. «ὀλιγώρως λαμβάνω» — αντιμετωλπίζω κάτι απερίσκεπτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωρος (< ὤρα «φροντίδα»), πρβλ. ουδενόσ-ωρος].
Dictionary of Greek. 2013.